- μαχήμων
- μαχήμων, -ον (Α)1. φιλοπόλεμος, μαχητικός, πολεμικός («oὐ γὰρ τοι κραδίη μενεδήϊος οὐδὲ μαχήμων», Ομ. Ιλ.)2. (ειδικά για το έδαφος τής Κολχίδας) εκεί όπου γίνονταν πολλοί πόλεμοι ή πολλές μάχες («εὐπτολέμοις σταχύεσσι μαχήμονα βῶλον ἀνοίγει», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαχ- τού μάχομαι + επίθημα -ήμων (πρβλ. ζηλ-ήμων, θελ-ήμων)].
Dictionary of Greek. 2013.